- χρυσομανής
- -ές, ΜΑαυτός που επιθυμεί με μανία τον πλούτο, χρυσολάτρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσομανής — mad after gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσομανῆ — χρυσομανής mad after gold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρυσομανής mad after gold masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρυσομανής mad after gold masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσομανές — χρυσομανής mad after gold masc/fem voc sg χρυσομανής mad after gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσομανία — ἡ, Μ [χρυσομανής] η ιδιότητα τού χρυσομανούς … Dictionary of Greek
χρυσομανώ — έω, Μ [χρυσομανής] επιθυμώ με μανία τον πλούτο, το χρήμα … Dictionary of Greek
ՈՍԿԵՄՈԼ — ( ) NBH 2 0519 Chronological Sequence: 6c ա. χρυσομανής auri amore insaniens. Մոլեալ ի սէր ոսկւոյ. ոսկիի խենդ. ... *Էր արծաթասէր յոյժ, եւ ոսկէմոլ. Նոննոս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)